περιφρίττω

περιφρίττω
και περιφρίσσω Α
1. φρίττω, τρέμω ολόκληρος
2. ανατριχιάζω, σηκώνονται οι τρίχες μου όρθιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + φρίττω / φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από φόβο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”